ληκώ — (I) ληκῶ (Α) βλ. ληκάω. (II) ληκῶ, έω, δωρ. τ. λακῶ (Α) κροταλίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ληκ τού λάσκω* (πρβλ. λέληκα, παρακμ. τού λάσκω)]. (III) ληκώ, οῡς, ἡ (Α) το ανδρικό μόριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ληκ τού ληκάω + κατάλ. ώ (πρβλ. πειθ ώ)] … Dictionary of Greek
David Bain — David Michael Bain (* 3. Juli 1945 in Carlisle; † 30. November 2004 in Manchester) war ein britischer Altphilologe, besonders Gräzist. Leben Geboren in Carlisle, wuchs er in Melrose (Scottish Borders) auf und erhielt seine Schulbildung in der… … Deutsch Wikipedia
επιληκώ — ἐπιληκῶ, έω (Α) επιδοκιμάζω με φωνές, επικροτώ («ὠρχείσθην δὴ ἔπειτα... κοῡροι δ’ ἐπελήκεον ἄλλοι» έπειτα χόρεψαν αυτοί οι δυο και οι άλλοι νέοι κρατούσαν το ρυθμό με φωνές, Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ληκώ «κραυγάζω»] … Dictionary of Greek
κομπολακώ — κομπολακῶ, έω (Α) μιλώ με κομπασμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόμπος (Ι) «κομπασμός» + λακῶ (δωρ. τ. τού ληκῶ) «ηχώ»] … Dictionary of Greek
λάκησις — λάκησις, ἡ (Α) απομίμηση τής φωνής τής όρνιθας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λακῶ, δωρ. τ. τού ληκῶ «κραυγάζω, φωνάζω»] … Dictionary of Greek
λαικάζω — (Α) 1. πορνεύω («βουλὴν πατήσεις καὶ στρατηγοὺς κλαστάσεις..., ἐν πρυτανείῳ λαικάσεις», Αριστοφ.) 2. εξαπατώ 3. φρ. απρόσ. «οὐχὶ λαικάσει;» λεγόταν ως υβριστική έκφραση. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για εκφραστικό μεταπλασμό τής λ. ληκῶ με αι (πρβλ.… … Dictionary of Greek
λακεδών — λακεδών, όνος, ἡ (Α) 1. δυνατή φωνή 2. ρητό, δόγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λακῶ / ληκῶ «φωνάζω» + δων, όνος (πρβλ. σπα δών)] … Dictionary of Greek
λακώ — (I) (Α λακῶ, άω) νεοελλ. φεύγω τρεχάτος, τρέπομαι σε φυγή, γλακώ, λακίζω αρχ. διασπώμαι, διαρρηγνύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται με τη λ. λακίς και με τη λ. λάσκω. Η νεοελλ. σημ. τού λακώ / λακίζω από σημασιολ. εξέλιξη της αρχ. σημ. «διασπώμαι»,… … Dictionary of Greek